- τάσσεται
- τάσσωdraw up in order of battlepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kostas Themistocleous — (Greek: Κώστας Θεμιστοκλέους born in 1949) is a Cypriot politician. He studied Economics and political sciences in Athens. He also studied MSc Economics Developing in London. He is married with Avgi Lymbouri and has 2 daughters and 1 son.… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Papyrus 123 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 123 … Deutsch Wikipedia
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ιταλόφιλος — η, ο ο φίλος τής Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανό φιλος, ειρηνό φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
μονογαμικός — ή, ό (Μ μονογαμικός, ή, όν) [μονόγαμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονογαμία νεοελλ. αυτός που τάσσεται υπέρ τής μονογαμίας. επίρρ... μονογαμικώς και ά με μονογαμικό τρόπο … Dictionary of Greek
ναθμός — ναθμός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «ναθμούς τὰς χοιράδας» β) «τάσσεται καὶ ἐπὶ τῶν στημόνων» … Dictionary of Greek
ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
ουδετεροφιλία — η [ουδετερόφιλος] το να αγαπά κάποιος την ουδετερότητα, το να τάσσεται υπέρ τής ουδετερότητας … Dictionary of Greek
πολιτειοκρατικός — ή, ό, Ν [πολιτειοκρατία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτειοκρατία 2. (για πρόσ.) αυτός που τάσσεται φανερά υπέρ τής πολιτειοκρατίας … Dictionary of Greek